Αναιρεταίες οι αποφάσεις και για το ύψος της ηθικής βλάβης – ψυχικής οδύνης. Τάση για υψηλότερα ποσά αποζημίωσης
Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν πρέπει να παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας (επιδικάζοντας ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό ως δήθεν εύλογο)
Η Τακτική Ολομέλεια του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου απασχόλησε το ζήτημα του κατά πόσον προσβάλλεται νομίμως με αναίρεση, για υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας, ήτοι για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, απόφαση ουσιαστικού δικαστηρίου με την οποία επιδικάσθηκε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξ αδικοπραξίας και ειδικότερα ως προς το ύψος του ποσού που επιδικάσθηκε.
Ως προς το στοιχείο του “ευλόγου” της χρηματικής ικανοποιήσεως, η κρατήσασα στην Ολομέλεια γνώμη δέχεται ότι εφόσον ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης επαφίεται στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που σχηματίζεται ύστερα από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, το “εύλογο” του επιδικαζόμενου ποσού, δεν αποτελεί αόριστη νομική έννοια και συνακόλουθα η σχετική κρίση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, οπότε και δεν μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη, κατά τούτο, εφαρμογή του νόμου (ΑΚ 932).
Όσον αφορά το ζήτημα, αν η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (για τον προσδιορισμό του ποσού προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης), μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικά για παραβίαση ευθέως ή εκ πλαγίου της αρχής της αναλογικότητας, η κρατήσασα στην Ολομέλεια γνώμη δέχθηκε ότι η κρίση του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας.
Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι.
Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος [άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος] με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων
Σχόλια – Παρατηρήσεις
Με την κατωτέρω απόφασή του η Ολομέλεια του Ανώτατου Ακυρωτικού μας δικαστηρίου δέχεται ότι «μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων» σημειώνοντας ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”.
Επισημαίνουμε την παρατηρούμενη τελευταία τάση των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων που επιδικάζουν ως εύλογα, όλο και μικρότερα ποσά εξ ΑΚ 932.
Αλλά όπως δέχεται και η ανωτέρω απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου τα ποσά που επιδικάζονται δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων.
Αντί άλλων παραθέτουμε το συμπέρασμα του συγγραφέως Στυλ. Πατεράκη, (Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου) στο σύγγραμμά του , « Η Χρηματική Ικανοποίηση λόγω Ηθικής Βλάβης», που υπεβλήθη μάλιστα ως διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία καταλήγει: «Είναι παρήγορο, ότι η τάση για υψηλότερα ποσά ηθικής βλάβης, επί βαρύτερων κυρίως βλαβών, η οποία παρατηρείται σε πολλές χώρες, κερδίζει διαρκώς έδαφος και στην ελληνική νομολογία. Η προσωπικότητα των Ελλήνων δικαστών και κυρίως η επιμέλεια, το ήθος, η προσωπική αξιοπρέπεια και η πνευματική ελευθερία αυτών, αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα προκειμένου να λειτουργήσει στη χώρα μας, με ορθότερο τρόπο, ο θεσμός της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης».
Μένει να αποδειχθεί στην πράξη ποια είναι τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο – Οψόμεθα.
nextdeal