Ασφαλίσεις ευθυνών: Τι πρέπει να προσέξει κανείς;
Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ευθύνης αποτελούν αποτελεσματικά εργαλεία διαχείρισης των κινδύνων παθητικού της επιχείρησης και η σύναψη τους είναι αποτέλεσμα της εσωτερικής στρατηγικής διαχείρισης (μεταφοράς) κινδύνου της επιχείρησης ή επιβάλλονται από εξωτερικούς παράγοντες όπως οι συμβατικές ασφαλιστικές υποχρεώσεις με προμηθευτές, πελάτες κλπ., ως παράμετρος διατήρησης και ανάπτυξης εργασιών.
Σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ευθύνης κατατάσσονται σε μία από τις δύο παρακάτω μεγάλες κατηγορίες / βάσεις ασφάλισης (Basis of Coverage) με τις οποίες παρέχεται η ασφαλιστική κάλυψη, με τη διαφορά τους να έγκειται στο έναυσμα (trigger) το οποίο θα την ενεργοποιήσει:
α) Claims Μade: το συμβόλαιο ενεργοποιείται με την προϋπόθεση ότι τόσο το αίτημα για αποζημίωση όσο και το ζημιογόνο γεγονός που το προκάλεσε, προκύπτουν εντός της ασφαλιστικής περιόδου.
β) Loss Οccurrence: το συμβόλαιο ενεργοποιείται με την προϋπόθεση ότι το ζημιογόνο γεγονός συμβαίνει κατά τη διάρκεια ισχύος του ασφαλιστηρίου, ανεξάρτητα από το πότε θα εγερθεί το αίτημα αποζημίωσης, πάντοτε βέβαια πριν την παραγραφή της αξίωσης.
Παρά το γεγονός ότι η ασφαλιστική πρακτική αποδίδει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα και στις δύο βάσεις ασφάλισης – τύπους συμβολαίων, η εμπειρία μας, καθιστά ιδιαίτερα σημαντικά τα συμβόλαια που λειτουργούν σε βάση Loss Occurrence, τα οποία είναι και τα πλέον επιθυμητά καθώς:
1. Ζητούνται από τους προμηθευτές/αγοραστές κατά τη σύναψη εμπορικών συμβάσεων, δεδομένου ότι τους παρέχουν μεγαλύτερη προστασία έναντι μελλοντικών απαιτήσεων, σε περίπτωση που η ασφαλισμένη επιχείρηση πάψει να λειτουργεί, ή παραλείψει να ανανεώσει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο της το οποίο θα λειτουργούσε σε βάση ασφάλισης ‘’claims made’’ κ.λπ., ή σταματήσει την κυκλοφορία ενός προϊόντος αναφορικά με την ευθύνη προϊόντος (το οποίο πλέον δεν θα περιλαμβάνεται στην κατάσταση ασφαλισμένων προϊόντων που έχει αποσταλεί στον ασφαλιστή) κ.λπ.
Το συμβόλαιο σε βάση Loss Occurrence εξασφαλίζει ότι τουλάχιστον θα υπάρχει ασφαλιστική κάλυψη για ζημιογόνα γεγονότα που θα έχουν συμβεί κατά τη διάρκεια ισχύος του συμβολαίου, ανεξάρτητα από το εάν ο ασφαλισμένος θα έχει σε ισχύ συμβόλαιο ευθύνης κατά τον χρόνο υποβολής της απαίτησης.
Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζονται αντίστοιχα και τα συμφέροντα του προμηθευτή (ο οποίος συχνά απαιτεί να περιλαμβάνεται και ως συνασφαλιζόμενος στο συμβόλαιο) κατά το χρονικό διάστημα της συνεργασίας τους.
2. Είναι ευκολότερο για τον ασφαλισμένο να αλλάξει ασφαλιστική εταιρία σε περίπτωση ανταγωνιστικότερων όρων ή/και κόστους ασφάλισης. Με ένα συμβόλαιο σε βάση claims made όμως θα είναι δύσκολο αυτό να πραγματοποιηθεί, δεδομένου ότι θα πρέπει:
α) να έχει διαπραγματευτεί μία εκτεταμένη περίοδο αναγγελίας απαιτήσεων με τον υφιστάμενο ασφαλιστή και / ή
β) μία αναδρομική περίοδο κάλυψης με τον επόμενο ασφαλιστή,
ώστε να αποφύγει ενδεχόμενο κενό στην ασφαλιστική του κάλυψη, η οποία είναι πολύ σημαντικό να είναι αδιάλειπτη. Συνοπτικά, τα συμβόλαια Claims Made είναι πιο πολύπλοκα στην παρακολούθηση τους.
Θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στην επιλογή των ορίων ευθύνης (περιλαμβανόμενων και των τυχόν επιμέρους ορίων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου) τα οποία θα επιλέξει ο ασφαλισμένος σε συνεργασία με τον ασφαλιστικό του σύμβουλο, ώστε αυτά να είναι «επαρκή», με βάση τα παρακάτω κριτήρια:
• τη δραστηριότητα του,
• τον ετήσιο κύκλο εργασιών του
• το πλέγμα ασφαλιστικών καλύψεων ευθύνης που επιλέγει (πχ Αστική ή Εργοδοτική Ευθύνη ή Ευθύνη Προϊόντος), καθώς κάποια κάλυψη ενδεχομένως να απαιτεί υψηλότερα όρια ευθύνης από άλλη),
• τις τυχόν συμβατικές υποχρεώσεις οι οποίες καθορίζουν κατά περίπτωση
• τα απαιτούμενα όρια ευθύνης ανά κάλυψη.
Επίσης θα πρέπει να αποφεύγονται συνήθη λάθη και παραλείψεις που γίνονται κατά τον σχεδιασμό των ασφαλιστικών καλύψεων ευθύνης, όπως ενδεικτικά οι σημαντικότερες:
α) Ανεπάρκεια ορίων ευθύνης σε σχέση με την δραστηριότητα της επιχείρησης π.χ.(διαφοροποιεί εξαιρετικά την ανάληψη και τιμολόγηση ή εξαγωγή προϊόντων σε ΗΠΑ ή/και ΚΑΝΑΔΑ κλπ.) και τις συμβατικές τυχόν υποχρεώσεις της.
β) Μη γνώση ή ορθή αξιολόγηση του τυχόν ιστορικού ζημιών.
γ) Ανεπαρκής συνδυασμός συμβολαίων Loss occurrence με συμβόλαια Claims Made ή δημιουργία χρονικών ‘’κενών’’ στην ασφαλιστική κάλυψη.
δ) Διφορούμενοι ειδικοί όροι και συμφωνίες (σε σχέση με Γενικούς όρους / εξαιρέσεις κλπ.).
Με την παγκόσμια εμπειρία και διάχυση τεχνογνωσίας από τα Lloyd’s, η Cromar κατέχει ένα σημαντικό μερίδιο της αγοράς λόγω των παρακάτω χαρακτηριστικών των προϊόντων ασφάλισης ευθύνης που διαθέτει:
α) Δυνατότητα κάλυψης σε βάση “Loss Occurrence” με κόστος ανταγωνιστικότερο και από αυτό των ασφαλιστηρίων που διατίθεται στην αγορά σε βάση ασφάλισης “Claims Made,”
β) Διευρυμένο πλέγμα ασφαλιστικών καλύψεων με την παροχή των εκάστοτε επεκτάσεων κάλυψης & την άρση εξαιρέσεων ώστε να διασφαλίζεται η απαιτούμενη κάθε φορά κάλυψη,
γ) Δυνατότητα παροχής εξαιρετικά υψηλών ορίων ευθύνης, εάν αυτό απαιτηθεί είτε από συμβατικές υποχρεώσεις του ασφαλισμένου ή από τη δραστηριότητά του.
δ) Μεμονωμένες καλύψεις Αστικής Ευθύνης Προϊόντος και Εργοδοτικής Ευθύνης, χωρίς να απαιτείται (ως είθισται από την πρακτική της αγοράς) οι δύο αυτές καλύψεις να παρέχονται μόνο με την προϋπόθεση ύπαρξης και κάλυψης Γενικής Αστικής Ευθύνης, συντελώντας στη συγκράτηση του ασφαλιστικού κόστους.
Το σημείο αυτό είναι πολύ σημαντικό δεδομένου ότι σε πολλές συμβατικές υποχρεώσεις ζητείται π.χ. από προμηθευτές να υφίστανται αυτόνομα όρια ευθύνης (π.χ. για την Ευθύνη Προϊόντος σε σχέση με την Γενική Αστική Ευθύνη), ώστε τυχόν εξάντληση των ορίων ευθύνης Γενικής Αστικής Ευθύνης να μην επηρεάσουν την κάλυψη Ευθύνης Προϊόντος. Η ίδια συμβατική απαίτηση είναι δυνατό να αφορά και μόνο την κάλυψη Ευθύνης Προϊόντος, με απαίτηση αυτόνομων ορίων για ομάδα προϊόντων συγκεκριμένου προμηθευτή.
ε) Δυνατότητα παροχής κάλυψης ‘’in excess’’ δηλαδή παροχή ορίων Ευθύνης καθ΄ υπέρβαση αντίστοιχων που παρέχονται από άλλο ή άλλα συμβόλαια που διατηρεί σε ισχύ ο ασφαλισμένος, ακόμη και εάν αυτά προέρχονται από άλλη εταιρία, με εξαιρετικά ανταγωνιστικό κόστος. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ικανοποίηση απαιτήσεων για πολύ υψηλά όρια ευθύνης με σημαντικά οικονομικότερο κόστος (λόγω διασποράς κινδύνου σε δύο ασφαλιστές) σε σχέση με το αντίστοιχο ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου.
ζ) Ξεκάθαρους όρους για τον ασφαλισμένο, διατυπωμένους με σαφήνεια και απουσία ‘’ διφορούμενων αναφορών’’.
Η Cromar διαθέτει ένα ιδιαίτερα δυναμικό και ευέλικτο τμήμα καλύψεων Ευθυνών το οποίο με την σημαντική τεχνογνωσία του είναι σε θέση να αξιολογήσει σε βάθος τον εκάστοτε ασφαλιστικό κίνδυνο και να προτείνει/σχεδιάσει το κατάλληλο ασφαλιστικό προϊόν που θα προσφέρει στο συνεργάτη και ασφαλισμένο εξειδικευμένη και πλήρη ‘’tailor made’’ λύση και όχι εικονική ασφαλιστική κάλυψη.
Επίσης, κατέχει ηγετική θέση σε συγκεκριμένες αγορές όπως η ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης διαμεσολαβούντων και η ασφάλιση εταιριών παροχής υπηρεσιών ασφαλείας.
Γράφει ο Κώστας Κωσταρέλος, Τεχνικός Διευθυντής Cromar – Coverholder at Lloyd’s.