Μάχη για το ύψος των κεφαλαιακών αναγκών

Σε διελκυστίνδα μεταξύ τεχνοκρατών εξελίσσεται ο προσδιορισμός του τελικού ύψους των κεφαλαιακών αναγκών των εγχώριων τραπεζών στο πλαίσιο του stress test. Από τη μια πλευρά υπάρχει μια ισχυρή τάση μεταξύ των θεσμών, που θεωρούν ότι πρέπει οπωσδήποτε να επιτευχθεί ιδιωτική συμμετοχή στην επικείμενη ανακεφαλαιοποίηση για να διασφαλιστεί ο ιδιωτικός χαρακτήρας και η λειτουργία των τραπεζών με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, το εγχείρημα πρέπει να προχωρήσει με τέτοιο τρόπο ώστε αφενός το ύψος της ιδιωτικής συμμετοχής να μην είναι απαγορευτικά υψηλό και αφετέρου να δοθούν κίνητρα ώστε να καλυφθεί το έλλειμμα εμπιστοσύνης που υπάρχει. Επιπλέον, θεωρούν ότι η προσέλκυση επενδυτών στο εγχείρημα της ανακεφαλαιοποίησης θα βοηθήσει στην ταχύτερη ανάκτηση της εμπιστοσύνης ανοίγοντας τον δρόμο για το άνοιγμα της διατραπεζικής αγοράς για τις ελληνικές τράπεζες.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια εξίσου ισχυρή τάση, ειδικά μεταξύ των τεχνοκρατών της ΕΚΤ, που προκρίνουν την πλήρη «κρατικοποίηση», ώστε να απορροφηθεί το σύνολο των 25 δισ. ευρώ που είναι διαθέσιμα και να θωρακιστούν μια και καλή οι εγχώριες τράπεζες. Θεωρούν ότι μόνο με μια γενναία κεφαλαιακή ενίσχυση θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που πλέον φτάνουν το 50% του χαρτοφυλακίου δανείων και αντιστοιχούν σε 100 δισ. ευρώ! Η ΕΚΤ ήδη αισθάνεται άβολα με τις εξελίξεις που καθιστούν απαραίτητη την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση, μόλις ένα χρόνο μετά την προηγούμενη, όπου οι τράπεζες άντλησαν 8,3 δισ. ευρώ από ιδιώτες επενδυτές. Η ΕΚΤ προτιμά μια μεγάλη κεφαλαιακή ενίσχυση για να εξασφαλίσει ότι δεν θα υπάρξει πρόβλημα για τις ελληνικές τράπεζες την επόμενη 3ετία, ακόμα και αν υπάρξει νέος κύκλος πολιτικής αβεβαιότητας στη χώρα.

Οι διαφορετικές αυτές προσεγγίσεις δημιουργούν ένταση με την ελληνική πλευρά, με ισχυρούς επενδυτές να πιέζουν για μια ήπια προσέγγιση και τους τεχνοκράτες να επιμένουν για την ανάγκη να αξιοποιηθεί το μεγαλύτερο μέρος των 25 δισ. ευρώ. Δεν είναι τυχαίο ότι πριν από λίγες εβδομάδες ο Αμερικανός μεγαλοεπενδυτής Γουίλμπουρ Ρος, που μετείχε στην ιδιωτικοποίηση της Eurobank την άνοιξη του 2014, δήλωσε ότι η προσέγγιση της ΕΚΤ για τις κεφαλαιακές ανάγκες των ελληνικών τραπεζών είναι πολύ συντηρητική και μπορεί να οδηγήσει σε περιττές επιβαρύνσεις των Ευρωπαίων φορολογουμένων. Υπογράμμισε επίσης ότι οι αυξήσεις κεφαλαίου που θα πραγματοποιηθούν, και οι οποίες θα οδηγήσουν στην απομείωση της συμμετοχής των παλαιών μετόχων, θα πρέπει να βασιστούν σε πραγματικά δεδομένα και όχι σε γνώμες.

Σημειώνεται ότι οι μέτοχοι των τραπεζών έχουν υποστεί τους τελευταίους μήνες βαρύτατες απώλειες εξαιτίας της πολιτικής αστάθειας και της απόφασης για τη νέα ανακεφαλαιοποίηση του κλάδου. Είναι χαρακτηριστικό ότι την άνοιξη του 2014 η χρηματιστηριακή αξία των 4 συστημικών τραπεζών έφτανε τα 33 δισ. ευρώ και σήμερα έχει συρρικνωθεί στα 4 δισ. ευρώ! Στελέχη τραπεζών επισημαίνουν ότι η συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών στην ανακεφαλαιοποίηση θα αποτελούσε μια πολύ ισχυρή ψήφο εμπιστοσύνης για τις τράπεζες και τη χώρα και θα βοηθούσε αποφασιστικά στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, στοιχείο απαραίτητο για την προσέλκυση επενδυτών. Αντίθετα, μια «κρατικοποίηση» των τραπεζών (αν συμβεί κάτι τέτοιο θα είναι προσωρινό, καθώς πρέπει να θεωρείται δεδομένη η πώλησή τους σε ιδιώτες σε δεύτερο χρόνο) θα επιβαρύνει το κλίμα και θα καθυστερήσει την προσπάθεια επιστροφή της χώρας σε συνθήκες κανονικότητας.

Τραπεζικά στελέχη που το τελευταίο διάστημα έχουν μιλήσει με επενδυτές σε Ευρώπη και Αμερική, στο πλαίσιο των επαφών που πραγματοποιούνται για την ανακεφαλαιοποίηση, επισημαίνουν ότι υπάρχει ισχυρό ενδιαφέρον για τις ελληνικές τράπεζες, ωστόσο όλα θα εξαρτηθούν από το ύψος των κεφαλαιακών αναγκών και το νομικό πλαίσιο που θα καθορίζει πώς θα γίνουν οι αυξήσεις κεφαλαίου. Σίγουρα το κακό παρελθόν και οι μεγάλες απώλειες που έχουν υποστεί οι ιδιώτες μέτοχοι από τις προηγούμενες ανακεφαλαιοποιήσεις δεν βοηθούν, ωστόσο μετά την υπογραφή του 3ου μνημονίου, το οποίο στηρίζεται σχεδόν από όλα τα κόμματα, ο πολιτικός κίνδυνος έχει μειωθεί θεαματικά, κάτι που αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για την προσέλκυση επενδυτών.

kathimerini