Ασφαλιστική κάλυψη αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων και διασφάλιση των δικαιωμάτων των ζημιωθέντων τρίτων
Της Ειρήνης Ρεμπελάκη, Δικηγόρος Αθηνών Μέλος της (ΕΝΔΙΑΑΕΤΑ)
(Από το Ενημερωτικό Δελτίο της D.A.S. Hellas Α.Ε. – Τεύχος 12, Ιούλιος 2015)
Α. Με το Νόμο 489/1976 καθιερώθηκε στη χώρα μας η υποχρεωτική ασφάλιση της έναντι τρίτων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων.
Κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του νόμου αυτού «ο κύριος ή κάτοχος αυτοκινήτου κυκλοφορούντος εντός της Ελλάδος επί οδού, υποχρεούται να έχει κεκαλυμμένη δι΄ ασφαλίσεως την εκ τούτου έναντι τρίτων αστική ευθύνη, συμφώνως προς τις διατάξεις του παρόντος», σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 «το πρόσωπο που ζημιώθηκε έχει από την ασφαλιστική σύμβαση και μέχρι του ποσού αυτής ιδία αξίωση κατά του ασφαλιστή» , κατ’ άρθρο 16 «Συνιστάται με το Νόμο αυτό νομικό πρόσωπο Ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων και συντετμημένα ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ…» και κατ΄ άρθρο 19 «1. Το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα όταν: α)…… β) το ατύχημα προήλθε από αυτοκίνητο ως προς το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η κατά το άρθρο 2 υποχρέωση… 3. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 το ζημιωθέν πρόσωπο έχει ιδία αξίωση κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου..»
Β. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, σε περίπτωση αυτοκινητικού ατυχήματος ενέχεται σε αποζημίωση του ζημιωθέντος τρίτου, εκτός των άλλων, ο ασφαλιστής εφόσον το ζημιογόνο όχημα είναι ασφαλισμένο ή το Επικουρικό Κεφάλαιο εφόσον το ζημιογόνο όχημα είναι ανασφάλιστο.
Σημαντικό πρόβλημα όμως αντιμετώπιζε ιδίως παλαιότερα ο παθών, όταν δεν υπήρχε βεβαιότητα για το εάν κατά το χρόνο του ατυχήματος το ζημιογόνο αυτοκίνητο ήταν ασφαλισμένο, οπότε ευθύνεται σε αποζημίωσή του ο ασφαλιστής, ή ανασφάλιστο οπότε ευθύνεται σε αποζημίωσή του το Επικουρικό Κεφάλαιο, του οποίου σημαντικό μέρος της ευθύνης, ενόψει και της αύξησης του αριθμού των ανασφάλιστων αυτοκινήτων που κυκλοφορούν στη χώρα, προέρχεται από την πρόκληση ατυχήματος από ανασφάλιστο όχημα.
Επισημαίνεται άλλωστε ότι σε πολλές περιπτώσεις ενώ το ζημιογόνο αυτοκίνητο θεωρούνταν ανασφάλιστο, ήταν δυνατό να προκύψει ότι υφίστατο πράγματι ενεργός ασφάλιση, ως εκ τούτου ο ζημιωθείς, προκειμένου να διασφαλίσει τα δικαιώματά του, ήταν αναγκασμένος να ασκήσει δύο χωριστές αγωγές για το ίδιο ατύχημα, μία κατά του κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου και άλλη κατά του ασφαλιστή, οι οποίες ήταν δυνατόν είτε να δικαστούν χωριστά είτε να συνεκδικαστούν στην ίδια δικάσιμο από το ίδιο δικαστήριο, που αποτελεί παραδεκτό δικονομικά τρόπο παράκαμψης της δυσκολίας κατά τη Νομολογία του Άρειου Πάγου (ΑΠ 1134/2014 ΕπΣυγκΔ 2014, 374)
Ένα αυτοκίνητο θεωρείται ανασφάλιστο κατά την πάγια θέση της νομολογίας είτε όταν δεν έχει συναφθεί ποτέ σύμβαση ασφάλισης είτε όταν η συναφθείσα σύμβαση ασφάλισης λύθηκε ή ακυρώθηκε μεταγενέστερα με νόμιμο τρόπο (καταγγελία, αντίθετη συμφωνία, ακύρωση) υπό την προϋπόθεση στη δεύτερη περίπτωση ότι ακολούθησε η εκ μέρους του ασφαλιστή γνωστοποίηση της λύσης, λήξης ή ακύρωσης στο Κέντρο Πληροφοριών ( άρθρ. 27 β Ν. 489/1976) κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11α του Ν. 489/76 όπως αυτό είχε προστεθεί με το Ν. 3557/07 και το ατύχημα συνέβη μετά πάροδο 16 ημερών από την γνωστοποίηση. Αντίθετα αν μετά τη λύση της ασφαλιστικής σύμβασης δεν χωρήσει η ως άνω προβλεπόμενη γνωστοποίηση, τότε διατηρείται η έναντι του παθόντος ευθύνη του ασφαλιστή και δεν ανακύπτει περίπτωση ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου (Βλ. Αθ. Κρητικός Αποζημίωση από τροχαία ατυχήματα Συμπλήρωμα στην 4η έκδοση, Αθήνα 2014 , παρ. 31 περ. 10 και εκεί αναφερόμενη νομολογία, ΑΠ 752/2013 ΝοΒ 2013, 2208, ΑΠ 1240/2010 Νοβ 2011,380, ΑΠ 1579/2008 ΝοΒ 2009,627)
Γ. Ωστόσο με το Νόμο 3557/2007 και πρόσφατα με το Νόμο 4261/2014 ( ΦΕΚ Α 107/5-5-2014) επήλθαν σημαντικές μεταβολές στο Π.Δ. 237/1986 που κωδικοποίησε τις διατάξεις του Ν. 489/1976 “Περί υποχρεωτικής ασφάλισης της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης” ιδίως στις διατάξεις που αφορούν στην ασφαλιστική σύμβαση (έναρξη – διάρκεια- λήξη- πρόωρη λύση), λαμβανομένου υπόψη ότι:
ι) Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 , Π.Δ. 237/1986 , όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 169 του Ν.4261/2014 «…2. Η κατά το άρθρο 2 ασφαλιστική κάλυψη: Α. Αρχίζει μόνο με την καταβολή ολόκληρου του οφειλόμενου ασφαλίστρου στον ασφαλιστή, πριν από την οποία απαγορεύεται η παράδοση του ασφαλιστηρίου στον ασφαλισμένο ή τον λήπτη της ασφάλισης, Β. Ισχύει για όσο χρόνο ορίζεται στο ασφαλιστήριο και Γ. αποδεικνύεται έναντι των οργάνων που είναι αρμόδια για την επιβολή των κυρώσεων της παραγράφου 4 του παρόντος από την κατοχή του ασφαλιστηρίου, το οποίο αποστέλλει ο ασφαλιστής στον ασφαλισμένο ή στο λήπτη της ασφάλισης εντός πέντε (5) ημερών από την είσπραξη του ασφαλίστρου…. Δ……»
Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2α,2β,2γ όπως προστέθηκαν με την παρ.2 άρθρου 169 Ν. 4261/2014: « 2.α. Η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αντιτάξει τη λήξη της ασφαλιστικής σύμβασης έναντι του ζημιωθέντος τρίτου μετά την πάροδο δεκαέξι (16) ημερών από την επομένη της ημερομηνίας που ορίζεται με το ασφαλιστήριο ότι λήγει η ισχύς της, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή ενημέρωση του λήπτη της ασφάλισης ή και του ασφαλισμένου.
2.β. Ανανέωση της ασφαλιστικής σύμβασης επιτρέπεται μόνο μετά την εμπρόθεσμη καταβολή του ασφαλίστρου της επόμενης ασφαλιστικής περιόδου, το αργότερο έως τη λήξη της ασφαλιστικής σύμβασης (σ.σ. καταργήθηκε η αυτόματη ανανέωση της ασφάλισης)
2.γ. Η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει σε πραγματικό χρόνο το Κέντρο Πληροφοριών για την έναρξη και τη διάρκεια ισχύος κάθε νέας ασφαλιστικής σύμβασης και κάθε ανανέωση αυτής»
ιι) Με το άρθρο 11α παρ.5 Π.Δ. 237/1986, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 15 του άρθρου 169 Ν. 4261/14 καθιερώνεται υποχρέωση του ασφαλιστή να ενημερώνει το Κέντρο Πληροφοριών του Επικουρικού Κεφαλαίου για κάθε περίπτωση πρόωρης λήξης της ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης ( η οποία μπορεί να λυθεί πρόωρα α) οποτεδήποτε με συμφωνία των μερών, β) με καταγγελία του λήπτη ή /και του ασφαλισμένου γ) με καταγγελία του ασφαλιστή κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 11Α παρ. 1,2,3,4 Π.Δ. 237/1986) και η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αντιτάξει έναντι του τρίτου ζημιωθέντος τη λύση της σύμβασης ασφάλισης μόνο μετά την πάροδο δεκαέξι (16) ημερών από την ενημέρωση (άρθρο 11α παρ.5 ΠΔ 237/1986)
Δ. Ενόψει των παραπάνω και στο βαθμό που ο ζημιωθείς από τροχαίο ατύχημα έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει από το Κέντρο Πληροφοριών του Επικουρικού Κεφαλαίου έγκυρη πληροφόρηση για το εάν το ζημιογόνο αυτοκίνητο ήταν ασφαλισμένο ή όχι κατά το χρόνο του ατυχήματος, περιορίζεται πλέον η ανάγκη για διαζευκτική ή επικουρική εναγωγή που ενέχει τον κίνδυνο απόρριψης της αγωγής ως απαράδεκτης ή άσκηση χωριστών αγωγών για το ίδιο ατύχημα με διαφορετικό εναγόμενο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται από πλευράς εξόδων, χρόνου και ταλαιπωρίας (βλ. Αθ. Κρητικός Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα Συμπλήρωμα στην 4η έκδοση, Αθήνα 2014, παρ.31 περ.αρ..77,78), χωρίς όμως να εξαλείφεται πλήρως η ανάγκη αυτή λόγω και των ερμηνευτικών προβλημάτων του Ν. 4261/2014 (περί των οποίων βλ. σχετική εισήγηση Παν. Βρεττού στο 5ο Πανελλήνιο Νομικό Συνέδριο Δ.Σ.Α. και Επιθεώρησης Συγκοινωνιακού Δικαίου, 19 -20 Σεπτεμβρίου 2014)
nextdeal