Τι θα συμβεί αν δεν καταβάλλετε τα ασφάλιστρά σας;
Η καταγγελία της σύμβασης Ασφάλισης Ζωής και Νοσοκομειακής Περίθαλψης λόγω μη προσήκουσας καταβολής του Ασφαλίστρου
Kαι άλλοτε στο παρελθόν έχει γίνει αναφορά για τις συνέπειες της μη προσήκουσας καταβολής του ασφαλίστρου από τον λήπτη της ασφάλισης. καταβολή, η οποία αναμφίβολα αποτελεί την κύρια υποχρέωσή του για την έναρξη ή και τη συνέχιση της ασφαλιστικής κάλυψης.
Και τούτο επειδή η ασφαλιστική σχέση δεν γεννάται χωρίς την προηγούμενη καταβολή του πρώτου ασφαλίστρου (με εξαίρεση τυχόν ύπαρξη περιόδου χάριτος, σύμφωνα με το άρθρο 6 του ΑσφΝ), το οποίο, ανάλογα με τη μεταξύ των μερών συμφωνία, καταβάλλεται εφάπαξ ή και τμηματικά.
Κρίσιμο, δε, ζήτημα για τη διατήρηση ή διακοπή της ασφαλιστικής σχέσης είναι ο ακριβής προσδιορισμός της χρονικής στιγμής κατά την οποία η απαίτηση του ασφαλιστή για το ασφάλιστρο καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατός ο υπολογισμός του χρονικού σημείου της διακοπής της ασφαλιστικής κάλυψης και συνακόλουθα και της μη ύπαρξης πλέον αξίωσης του λήπτη – ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή για τη συνέχιση της κάλυψης του κινδύνου. Ο προσδιορισμός του χρονικού αυτού σημείου γίνεται συνήθως μέσω της συμφωνίας των μερών με τη σύμβαση. Οι οφειλόμενες όμως ενέργειες από την πλευρά του ασφαλιστή, μετά την καθυστέρηση της καταβολής του οφειλόμενου ασφαλίστρου από τον λήπτη, ορίζονται ειδικά από τον ΑσφΝ και μάλιστα με διατάξεις ημιαναγκαστικού δικαίου, που αποβλέπουν στην αυξημένη προστασία του λήπτη – ασφαλισμένου.
Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 του ΑσφΝ (Ν2496/1997), μετά την έναρξη της κάλυψης, σε περίπτωση καθυστέρησης της ληξιπρόθεσμης δόσης δίδεται το δικαίωμα στον ασφαλιστή να καταγγείλει τη σύμβαση με γραπτή δήλωσή του προς τον λήπτη, γνωστοποιώντας του ταυτόχρονα ότι η συνέχιση της καθυστέρησης θα έχει ως συνέπεια τη λύση της ασφαλιστικής σύμβασης μετά πάροδο ενός μηνός από την κοινοποίηση της δήλωσης σ’ αυτόν.
Σε πρόσφατη απόφασή του ο Άρειος Πάγος (ΑΠ 1276/2014, απόσπασμα από τη δημοσίευση στην ιστοσελίδα ΝΟΜΟΣ), σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 6 του ΑσφΝ, μεταξύ άλλων όρισε:
«(….) Κατά το άρθρο 6 του Ν 2496/1997, από τις διατάξεις του οποίου διέπονται και οι υφιστάμενες κατά την έναρξη της ισχύος του (16.5.1997) ασφαλιστικές συμβάσεις, κατ’ άρθρο 33 παρ.4 αυτού: “Ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να καταβάλλει τα ασφάλιστρα σε μετρητά, είτε εφ’ άπαξ είτε με τμηματικές καταβολές… (παρ. 1). Η καθυστέρηση καταβολής ληξιπρόθεσμης δόσης ασφαλίστρου δίνει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να καταγγείλει τη σύμβαση. Η καταγγελία γίνεται με γραπτή δήλωση του λήπτη της ασφάλισης, στην οποία γνωστοποιείται, ότι η περαιτέρω καθυστέρηση καταβολής ασφαλίστρου θα επιφέρει, μετά πάροδο ενός μηνός από την κοινοποίηση της δήλωσης, τη λύση της σύμβασης (παρ. 2)”. Από τη δεύτερη παράγραφο της διάταξης αυτής προκύπτει ότι εισάγεται διπλή υποχρέωση στον ασφαλιστή: Η καταγγελία της σύμβασης πρέπει να γίνει εγγράφως προς τον λήπτη της ασφάλισης, αλλά για να επέλθουν τα εκ του νόμου αποτελέσματα αυτής, πρέπει στο κείμενο να αναφέρονται οι συνέπειες της καθυστέρησης καταβολής του ασφαλίστρου. Για τη λύση δηλαδή της ασφαλιστικής σύμβασης δεν αρκεί μόνο η δήλωση του ασφαλιστή περί ακυρώσεως ή “ελευθεροποίησης” της σύμβασης λόγω μη πληρωμής των ασφαλίστρων, η οποία κοινοποιείται στον ασφαλισμένο, αλλά απαιτείται δήλωση περί καταγγελίας, με την επισήμανση ότι η περαιτέρω καθυστέρηση καταβολής ασφαλίστρου θα επιφέρει, μετά την παρέλευση ενός μηνός από την κοινοποίηση της δήλωσης, τη λύση της σύμβασης. Αν δεν γίνει η προσήκουσα γνωστοποίηση, δεν υφίσταται η καταγγελία, τυχόν δε αντίθετη συμφωνία ότι με μόνο την υπερημερία του ασφαλισμένου ως προς την καταβολή των ασφαλίστρων επέρχεται αυτοδικαίως λύση της σύμβασης είναι άκυρη κατά τη διάταξη του άρθρου 33 παρ.1 του Ν 2496/1997, η οποία ορίζει: “Κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο, ειδικά στον παρόντα νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών”. (Ολ. ΑΠ 14/2013, ΑΠ 1488/2008, ΑΠ 1519/2006, ΑΠ 964/2003, άρθρο 6 της Εισηγητικής Έκθεσης του Ν 2496/1997). (…)».
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου προσδιορίζει τις υποχρεώσεις του ασφαλιστή για επίτευξη της απελευθέρωσής του από τη σύμβαση, καθορίζοντας έμμεσα και τον ακριβή χρόνο, κατά τον οποίο παύει αυτός να είναι υπόχρεος για τη συνέχιση της κάλυψης του ασφαλιζόμενου κινδύνου.
Παράλληλα, επιβεβαιώνει ότι διαφορετική συμφωνία μεταξύ των μερών δεν μπορεί να καταργήσει τις ανωτέρω υποχρεώσεις του ασφαλιστή, αφού προσκρούει στις ημιαναγκαστικού δικαίου διατάξεις του ΑσφΝ, ο οποίος προβλέπει ρητά στο άρθρο 33 σε ποιες περιπτώσεις επιτρέπεται παρέκκλιση.
aagora
Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής (e-mail: [email protected])
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ